Αυθαίρετος στα τούρκικα
Μετάφραση: αυθαίρετος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keyfi, rasgele, keyfi bir, rastgele, isteğe bağlı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυθαίρετος
αυθαίρετος ετυμολογία, αυθαίρετος συνώνυμο, αυθαίρετος μετάφραση, αυθαίρετος wiki, αυθαίρετος σημασία, αυθαίρετος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αυθαίρετος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αυθάδεια στα τούρκικα - küstahlık, ilerleme, forwardness, hazır olma, cüret
- αυθάδης στα τούρκικα - küstah, şımarık, Sassy, arsız, utanmaz
- αυθεντία στα τούρκικα - otorite, yetki, büro, yazıhane, makam, yetkisi, yetkilisi
- αυθεντικός στα τούρκικα - gerçek, otantik, özgün, otantik bir, orijinal
Τυχαίες λέξεις
Αυθαίρετος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: keyfi, rasgele, keyfi bir, rastgele, isteğe bağlı
Μεταφράσεις: keyfi, rasgele, keyfi bir, rastgele, isteğe bağlı