Αυθαίρετος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αυθαίρετος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arbitrário, arbitrária, arbitrárias, arbitrários
Αυθαίρετος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυθαίρετος

αυθαίρετος ετυμολογία, αυθαίρετος συνώνυμο, αυθαίρετος μετάφραση, αυθαίρετος wiki, αυθαίρετος σημασία, αυθαίρετος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αυθαίρετος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αυθάδεια στα πορτογαλικά - petulância, presteza, forwardness, atrevimento, desenvoltura
  • αυθάδης στα πορτογαλικά - petulante, audacioso, atrevida, sassy do
  • αυθεντία στα πορτογαλικά - poder, autoridade, autorizações, repartição, competência, escritório, entidade, ...
  • αυθεντικός στα πορτογαλικά - delicadamente, autêntico, genuíno, autêntica, fé, autênticos, faz fé
Τυχαίες λέξεις
Αυθαίρετος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arbitrário, arbitrária, arbitrárias, arbitrários