Ερημίτης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eremita, ermitão, hermit, de eremita
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερημίτης
ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ερημίτης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ερευνητής στα πορτογαλικά - investigador, pesquisador, pesquisadora, pesquisa, pesquisador de
- ερευνώ στα πορτογαλικά - averiguar, inquirir, entrada, indagar, escalas, varredura, olhar, ...
- ερημικός στα πορτογαλικά - recluso, recluse, reclusa, contemplativo, solitário
- ερημώνω στα πορτογαλικά - despovoar, decresceu, depopulate, despovoar a
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: eremita, ermitão, hermit, de eremita
Μεταφράσεις: eremita, ermitão, hermit, de eremita