Ερημίτης στα τούρκικα
Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keşiş, hermit, münzevi, inzivaya, inzivaya çekilmiş kimse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερημίτης
ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας τούρκικα, ερημίτης στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ερευνητής στα τούρκικα - araştırmacı, araştırmacısı, araştırmacının, bir araştırmacı
- ερευνώ στα τούρκικα - soruşturmak, araştırmak, araştırılması, incelemek, araştırmaktır, incelenmesi
- ερημικός στα τούρκικα - keşiş, münzevi, inzivaya çekilmiş, bir münzevi, köşesine çekilmiş
- ερημώνω στα τούρκικα - nüfusunu azaltmak, nüfusun azalması, nüfusun artması, halinde çıkarmak, nüfuslarını azaltmak
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: keşiş, hermit, münzevi, inzivaya, inzivaya çekilmiş kimse
Μεταφράσεις: keşiş, hermit, münzevi, inzivaya, inzivaya çekilmiş kimse