Ερημίτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heremiet, kluizenaar, Hermit, van de Kluizenaar, kluizenaar van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερημίτης
ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ερημίτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ερευνητής στα ολλανδικά - onderzoeker, onderzoekers, onderzoekster
- ερευνώ στα ολλανδικά - scanderen, onderzoeken, te onderzoeken, onderzoek, onderzocht, onderzoekt
- ερημικός στα ολλανδικά - geïsoleerd, alleenstaand, kluizenaar, recluse, heremiet, kluizenares, afgezonderd
- ερημώνω στα ολλανδικά - verwoesten, ontvolken, daling, te ontvolken, daling groen, ontvolken van
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: heremiet, kluizenaar, Hermit, van de Kluizenaar, kluizenaar van
Μεταφράσεις: heremiet, kluizenaar, Hermit, van de Kluizenaar, kluizenaar van