Αδιάκοπος στα ρουμανικά
Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neîncetat, neîncetată, neîncetate, unceasing, necurmată
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος
αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αδιάκοπος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- αδιάβροχος στα ρουμανικά - impermeabil, rezistent la apa, impermeabile, impermeabilă, rezistent la apă
- αδιάθετος στα ρουμανικά - bolnav, rău, bine, de rău, rau
- αδιάκριτος στα ρουμανικά - curios, Snooper, ca Snooper
- αδιάλλακτος στα ρουμανικά - rigid, intransigent, intransigentă, intransigente, intransigenți, intransigenta
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: neîncetat, neîncetată, neîncetate, unceasing, necurmată
Μεταφράσεις: neîncetat, neîncetată, neîncetate, unceasing, necurmată