Αδιάκοπος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
константа, непрекъснат, непрекъснато, непрестанна, непрестанно, непрекъсната
Αδιάκοπος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος

αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αδιάκοπος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αδιάβροχος στα βουλγαρικά - непромокаем, водоустойчива, водоустойчив, водоустойчиви, водонепроницаем
  • αδιάθετος στα βουλγαρικά - неразположен, неразположение, зле, чувства добре, неразположени
  • αδιάκριτος στα βουλγαρικά - SNOOPER
  • αδιάλλακτος στα βουλγαρικά - непримирим, безкомпромисна, непримирима, непреклонната, безкомпромисен
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: константа, непрекъснат, непрекъснато, непрестанна, непрестанно, непрекъсната