Διαστολή στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: διαστολή, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проширување, експанзија, проширувањето, проширување на, експанзијата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαστολή
διαστολή τραχήλου, διαστολή νερού, διαστολή κόρης ματιού, διαστολή συστολή, διαστολή συστολή νερού, διαστολή λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διαστολή στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- διασταλτός στα σλαβομακεδονικά - dilatable
- διασταύρωση στα σλαβομακεδονικά - крстосница, раскрсницата, разводна, спој, куп
- διαστρεβλώνω στα σλαβομακεδονικά - garble
- διασυρμός στα σλαβομακεδονικά - клеветење, оцрнувањето, навреди
Τυχαίες λέξεις
Διαστολή στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: проширување, експанзија, проширувањето, проширување на, експанзијата
Μεταφράσεις: проширување, експанзија, проширувањето, проширување на, експанзијата