Αδίστακτος στα σουηδικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hänsynslös, hänsynslösa, hänsynslöst, skoningslös, skoningslösa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας σουηδικά, αδίστακτος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα σουηδικά - ownerless, ägarlöst, herrelösa, herrelös
- αδίκημα στα σουηδικά - anstöt, brott, brottet, brott som, överträdelsen, förseelse
- αδαής στα σουηδικά - klumpig, drumlig, oskicklig, tafatt, callow, oerfarna, på Callow
- αδαμαντίνη στα σουηδικά - emalj, emaljen
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: hänsynslös, hänsynslösa, hänsynslöst, skoningslös, skoningslösa
Μεταφράσεις: hänsynslös, hänsynslösa, hänsynslöst, skoningslös, skoningslösa