Αδίστακτος στα γαλλικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impitoyable, cruel, féroce, sans pitié, impitoyables, implacable, sans merci
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας γαλλικά, αδίστακτος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα γαλλικά - adventice, vaguer, écartent, fortuit, contingent, écarter, écartons, ...
- αδίκημα στα γαλλικά - infraction, affront, incartade, faute, délit, transgression, algarade, ...
- αδαής στα γαλλικά - inhabile, inepte, pataud, godiche, manchot, balourd, maladroit, ...
- αδαμαντίνη στα γαλλικά - émail, glaçure, vernir, émailler, l'émail, émaillé, d'émail
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: impitoyable, cruel, féroce, sans pitié, impitoyables, implacable, sans merci
Μεταφράσεις: impitoyable, cruel, féroce, sans pitié, impitoyables, implacable, sans merci