Αδίστακτος στα λετονικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nežēlīgs, nežēlīga, nežēlīgo, nežēlība
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας λετονικά, αδίστακτος στα λετονικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα λετονικά - klejot, bez saimnieka, bezsaimnieka, par bezsaimnieka, bez īpašnieka, bez uzraudzības
- αδίκημα στα λετονικά - noziegums, nodarījums, pārkāpums, nodarījumu, noziedzīgais nodarījums, noziedzīgs nodarījums
- αδαής στα λετονικά - callow
- αδαμαντίνη στα λετονικά - emalja, emalju, emaljas, nagu laka
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: nežēlīgs, nežēlīga, nežēlīgo, nežēlība
Μεταφράσεις: nežēlīgs, nežēlīga, nežēlīgo, nežēlība