Αδίστακτος στα ιταλικά

Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spietato, spietata, spietati, crudele, senza scrupoli
Αδίστακτος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίστακτος

αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αδίστακτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αδέσποτος στα ιταλικά - ownerless, senza proprietario, senza padrone, senza padroni, privo di una sostanzialità
  • αδίκημα στα ιταλικά - reato, affronto, infrazione, offesa, reati, delitto
  • αδαής στα ιταλικά - sgraziato, impacciato, goffo, maldestro, imberbe, Callow, inesperto, ...
  • αδαμαντίνη στα ιταλικά - smalto, dello smalto, smalti, smaltato, lo smalto
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: spietato, spietata, spietati, crudele, senza scrupoli