Αδίστακτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impiedoso, implacável, cruel, impiedosa, cruéis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδίστακτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα πορτογαλικά - sem dono, ownerless, sem proprietário, não tem dono
- αδίκημα στα πορτογαλικά - ofensa, delito, crime, infracção, infracções
- αδαής στα πορτογαλικά - inexperiente, implume, Callow, imaturo, imatura
- αδαμαντίνη στα πορτογαλικά - esmalte, capacitar, do esmalte, de esmalte, o esmalte, esmalte de
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: impiedoso, implacável, cruel, impiedosa, cruéis
Μεταφράσεις: impiedoso, implacável, cruel, impiedosa, cruéis