Αδίστακτος στα νορβηγικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ubarmhjertig, hensynsløs, hensynsløse, nådeløs, nådeløse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αδίστακτος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα νορβηγικά - grunnfonds, ownerless, eierløse, grunnfondets, sparebankens
- αδίκημα στα νορβηγικά - krenkelser, lovbruddet, forseelse, lovbrudd, handling
- αδαής στα νορβηγικά - klosset, callow
- αδαμαντίνη στα νορβηγικά - emalje, glasur, emaljere, emaljen, emaljerte, emaljert
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: ubarmhjertig, hensynsløs, hensynsløse, nådeløs, nådeløse
Μεταφράσεις: ubarmhjertig, hensynsløs, hensynsløse, nådeløs, nådeløse