Διακόπτω στα τούρκικα

Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesmek, kesme, durdurmak, kesintiye, yarıda
Διακόπτω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτω

διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διακόπτω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διακυμαίνομαι στα τούρκικα - menzil, fırın, alan, ocak, soba, erim, dalgalanma, ...
  • διακόπτης στα τούρκικα - anahtar, şalter, ateşleme, anahtarı, düğmesi, şalteri, geçiş
  • διακόρευση στα τούρκικα - diakorefsi
  • διακύμανση στα τούρκικα - dalgalanma, dalgalanması, dalgalanmanın, bir dalgalanma, dalgalanmaları
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesmek, kesme, durdurmak, kesintiye, yarıda