Διακόπτω στα νορβηγικά
Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avbryte, stans, pause, avbrytelse, avbryter, forstyrre, avbryt, avbrytes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόπτω
διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διακόπτω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- διακυμαίνομαι στα νορβηγικά - rekkevidde, svinge, svinger, variere, varierer, fluktuere
- διακόπτης στα νορβηγικά - strømbryter, utskifting, bryter, bryteren
- διακόρευση στα νορβηγικά - diakorefsi
- διακύμανση στα νορβηγικά - svingning, svingninger, svingningene, svingnings
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: avbryte, stans, pause, avbrytelse, avbryter, forstyrre, avbryt, avbrytes
Μεταφράσεις: avbryte, stans, pause, avbrytelse, avbryter, forstyrre, avbryt, avbrytes