Διακόπτω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перарываць, перапыняць, спыняць
Διακόπτω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτω

διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διακόπτω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • διακυμαίνομαι στα λευκορωσικά - вагацца, хістацца
  • διακόπτης στα λευκορωσικά - перамыкач, пераключальнік
  • διακόρευση στα λευκορωσικά - diakorefsi
  • διακύμανση στα λευκορωσικά - ваганне, сумнеў, ваганні, хістанне, сумненне
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: перарываць, перапыняць, спыняць