Διακόπτω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пауза, прекъсвам, прекъсне, прекъсва, прекъсват, прекъснете
Διακόπτω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτω

διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διακόπτω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διακυμαίνομαι στα βουλγαρικά - печка, диапазон, колебаят, колебае, се колебае, се колебаят, да варира
  • διακόπτης στα βουλγαρικά - замяна, заместване, възстановяване, връщане, прекъсвач, ключ, превключвател, ...
  • διακόρευση στα βουλγαρικά - дефлорация, diakorefsi
  • διακύμανση στα βουλγαρικά - колебание, колебания, флуктуация, на колебание, текучество
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пауза, прекъсвам, прекъсне, прекъсва, прекъсват, прекъснете