Διφορούμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dubbelzinnig, dubbelzinnige, ambigue, ambigu, onduidelijk
Διφορούμενος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διφορούμενος

διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διφορούμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διστακτικότητα στα ολλανδικά - hapering, aarzeling, geweifel, aarzelen, te aarzelen, aarzelt, aarzeling opnemen
  • διυλιστήριο στα ολλανδικά - raffinaderij, raffinaderij van, raffinaderijen, raffinage
  • διχάζω στα ολλανδικά - splitsen, afbreken, schiften, delen, afzonderen, kloven, afwateringsgebied, ...
  • διχασμός στα ολλανδικά - legerafdeling, divisie, verdeling, deling, afdeling, verdeeldheid
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dubbelzinnig, dubbelzinnige, ambigue, ambigu, onduidelijk