Διφορούμενος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
двусмислен, двусмислени, двусмислено, неясна, двусмислена
Διφορούμενος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διφορούμενος

διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διφορούμενος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διστακτικότητα στα βουλγαρικά - колебание, двоуми реализира, се двоуми реализира, се двоуми реализира за, двоуми реализира за
  • διυλιστήριο στα βουλγαρικά - рафинерия, рафинерията, нефтопреработвателния завод, нефтозаводски, нефтопреработвателните заводи
  • διχάζω στα βουλγαρικά - разделение, раздвоен, раздвояваме
  • διχασμός στα βουλγαρικά - разделение, делене, дивизия, разделяне, участък, поделение
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: двусмислен, двусмислени, двусмислено, неясна, двусмислена