Διφορούμενος στα δανικά
Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tvetydig, tvetydige, tvetydigt, uklar, uklare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διφορούμενος
διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας δανικά, διφορούμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- διστακτικότητα στα δανικά - tøven, tøve, tøve med, tøver
- διυλιστήριο στα δανικά - raffinaderi, raffinaderiet, raffinaderiets, raffinaderier
- διχάζω στα δανικά - bifurcate, grenet, grenet udformning
- διχασμός στα δανικά - fordeling, deling, division, opdeling, afdeling, divisionen
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tvetydig, tvetydige, tvetydigt, uklar, uklare
Μεταφράσεις: tvetydig, tvetydige, tvetydigt, uklar, uklare