Διφορούμενος στα ουκρανικά

Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
двозначний, неясний, невловимий, ухильний, неозначений, невизначений, двозначного, двозначним, двозначне
Διφορούμενος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διφορούμενος

διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διφορούμενος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διστακτικότητα στα ουκρανικά - небажання, заїкуватість, неохота, нерішучість, вагання
  • διυλιστήριο στα ουκρανικά - очисний завод
  • διχάζω στα ουκρανικά - розділяти, ділити, розділити, роздвоюватися, роздвоюватись, що роздвоюватися
  • διχασμός στα ουκρανικά - відділ, поділення, частину, роздягнув, дивізія, поділ, розділення, ...
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: двозначний, неясний, невловимий, ухильний, неозначений, невизначений, двозначного, двозначним, двозначне