Διφορούμενος στα ουγγρικά

Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elodázó, kétértelmű, egyértelmű, félreérthető, nem egyértelmű, ellentmondásos
Διφορούμενος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διφορούμενος

διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διφορούμενος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διστακτικότητα στα ουγγρικά - habozás, tétovázás, hezitálás, gondolkodás, késlekedés
  • διυλιστήριο στα ουγγρικά - finomító, finomítói, a finomítói, finomítás, finomítóban
  • διχάζω στα ουγγρικά - vízválasztó, kettéágazó, kétfelé válik, kétfelé
  • διχασμός στα ουγγρικά - válaszfal, kerület, osztás, osztály, Division, részlege, divízió
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elodázó, kétértelmű, egyértelmű, félreérthető, nem egyértelmű, ellentmondásos