Διφορούμενος στα σλοβενικά
Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvoumen, dvoumno, dvoumni, dvoumna, dvoumne
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διφορούμενος
διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διφορούμενος στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- διστακτικότητα στα σλοβενικά - obotavljanja, oklevanje, omahovanje, obotavljanje, oklevanja
- διυλιστήριο στα σλοβενικά - rafinerija, rafinerije, rafineriji, rafinerijskih, iz rafinerije
- διχάζω στα σλοβενικά - Račvati, Račvati se
- διχασμός στα σλοβενικά - oddelek, delitev, razdelitev, delitve, Divizija
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: dvoumen, dvoumno, dvoumni, dvoumna, dvoumne
Μεταφράσεις: dvoumen, dvoumno, dvoumni, dvoumna, dvoumne