Διφορούμενος στα ιταλικά
Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dubbio, equivoco, ambiguo, ambigua, ambigue, ambigui, ambiguità
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διφορούμενος
διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας ιταλικά, διφορούμενος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διστακτικότητα στα ιταλικά - esitazione, irresolutezza, esitazioni, esitare, di esitazione, tentennamenti
- διυλιστήριο στα ιταλικά - raffineria, raffineria di, di raffineria, raffinazione, raffinerie
- διχάζω στα ιταλικά - spartire, dividere, biforcuto, biforcarsi, moltiplicare, biforcano, bifurcate
- διχασμός στα ιταλικά - divisione, serie, spartizione, ripartizione, la divisione, suddivisione, divisione di
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dubbio, equivoco, ambiguo, ambigua, ambigue, ambigui, ambiguità
Μεταφράσεις: dubbio, equivoco, ambiguo, ambigua, ambigue, ambigui, ambiguità