Διφορούμενος στα λιθουανικά
Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dviprasmiškas, dviprasmiška, dviprasmiški, dviprasmiškos, dviprasmis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διφορούμενος
διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διφορούμενος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διστακτικότητα στα λιθουανικά - neryžtingumas, dvejonių, neabejojant, dvejonės, dvejojimas
- διυλιστήριο στα λιθουανικά - perdirbimo, naftos perdirbimo gamyklos, naftos perdirbimo, perdirbimo gamyklų, naftos perdirbimo gamyklų
- διχάζω στα λιθουανικά - dvišakas, Rozwidlający, Divzaru, Rosochaty
- διχασμός στα λιθουανικά - skyrius, dalyba, divizija, padalinys, pasidalijimas, kvadratas, padalijimas
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dviprasmiškas, dviprasmiška, dviprasmiški, dviprasmiškos, dviprasmis
Μεταφράσεις: dviprasmiškas, dviprasmiška, dviprasmiški, dviprasmiškos, dviprasmis