Διφορούμενος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
двухсэнсоўны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διφορούμενος
διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διφορούμενος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διστακτικότητα στα λευκορωσικά - нерашучасць, нерашучасьць, нерашучасці, нерашучае, няўпэўненасць
- διυλιστήριο στα λευκορωσικά - ачышчальны, ачышчальным
- διχάζω στα λευκορωσικά - раздвойвацца, падвойвацца
- διχασμός στα λευκορωσικά - падзел, раздзяленне
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: двухсэнсоўны
Μεταφράσεις: двухсэнсоўны