Ηλεκτρολόγος στα δανικά

Μετάφραση: ηλεκτρολόγος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
elektriker, elinstallatør, installatør
Ηλεκτρολόγος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτρολόγος

ηλεκτρολόγος μηχανικός θέσεις εργασίας, ηλεκτρολόγος παλαιό φάληρο, ηλεκτρολόγος ζωγράφου, ηλεκτρολόγος εργασία, ηλεκτρολόγος μηχανικός, ηλεκτρολόγος λεξικό γλώσσας δανικά, ηλεκτρολόγος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ηλεκτροδοτώ στα δανικά - elektrificerer, strømme af
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα δανικά - elektrokardiogram, elektrokardiogrammet, EKG, elektrokardiografisk, electrocardiogram
  • ηλεκτρονικός στα δανικά - elektronisk, elektroniske, e
  • ηλιακός στα δανικά - sol, solar, solenergi, sol-
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρολόγος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: elektriker, elinstallatør, installatør