Ηλεκτρολόγος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ηλεκτρολόγος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elektricien, elektromonteur, installateur, elektrisch, elektro
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτρολόγος
ηλεκτρολόγος μηχανικός θέσεις εργασίας, ηλεκτρολόγος παλαιό φάληρο, ηλεκτρολόγος ζωγράφου, ηλεκτρολόγος εργασία, ηλεκτρολόγος μηχανικός, ηλεκτρολόγος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηλεκτρολόγος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ηλεκτροδοτώ στα ολλανδικά - elektriseert, elektrificeert, spanning in, brengt spanning, brengt spanning in
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα ολλανδικά - elektrocardiogram, electrocardiogram, het elektrocardiogram, electrocardiograma, ECG
- ηλεκτρονικός στα ολλανδικά - elektronisch, electronisch, elektronische, de elektronische, electronische
- ηλιακός στα ολλανδικά - zonne-, zonne, solar
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρολόγος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: elektricien, elektromonteur, installateur, elektrisch, elektro
Μεταφράσεις: elektricien, elektromonteur, installateur, elektrisch, elektro