Ηλεκτρολόγος στα τούρκικα
Μετάφραση: ηλεκτρολόγος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elektrikçi, bir elektrikçi, elektrikçiye, electrician, elektrikçi tarafından
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτρολόγος
ηλεκτρολόγος μηχανικός θέσεις εργασίας, ηλεκτρολόγος παλαιό φάληρο, ηλεκτρολόγος ζωγράφου, ηλεκτρολόγος εργασία, ηλεκτρολόγος μηχανικός, ηλεκτρολόγος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ηλεκτρολόγος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ηλεκτροδοτώ στα τούρκικα - elektriklendiriyor, elektriklendiriyor İçin
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα τούρκικα - elektrokardiyogram, elektrokardiyografi, Elektrokardiyografide, elektrokardiyogramı, elektrokardiyogramında
- ηλεκτρονικός στα τούρκικα - elektronik, Electronic, Elektron, bir elektronik
- ηλιακός στα τούρκικα - güneş, solar, güneş enerjisi, güneş enerjili
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρολόγος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: elektrikçi, bir elektrikçi, elektrikçiye, electrician, elektrikçi tarafından
Μεταφράσεις: elektrikçi, bir elektrikçi, elektrikçiye, electrician, elektrikçi tarafından