Ηλεκτρολόγος στα γερμανικά
Μετάφραση: ηλεκτρολόγος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elektriker, elektrikerin, Elektriker, Elektro, Elektrofach, Elektroinstallateur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτρολόγος
ηλεκτρολόγος μηχανικός θέσεις εργασίας, ηλεκτρολόγος παλαιό φάληρο, ηλεκτρολόγος ζωγράφου, ηλεκτρολόγος εργασία, ηλεκτρολόγος μηχανικός, ηλεκτρολόγος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ηλεκτρολόγος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ηλεκτροδοτώ στα γερμανικά - elektrifizieren, elektrisiert
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα γερμανικά - elektrokardiogramm, Elektrokardiogramm, EKG, Elektrokardiogramms
- ηλεκτρονικός στα γερμανικά - elektronisch, elektronischen, elektronische, elektronischer, Elektronik
- ηλιακός στα γερμανικά - Solar-, Sonnen-, Solar, Sonnen
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρολόγος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: elektriker, elektrikerin, Elektriker, Elektro, Elektrofach, Elektroinstallateur
Μεταφράσεις: elektriker, elektrikerin, Elektriker, Elektro, Elektrofach, Elektroinstallateur