Μέτρηση στα εσθονικά
Μετάφραση: μέτρηση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõõtmine, mõõtmise, mõõtmist, mõõtmiseks, mõõtmisel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέτρηση
μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση πίεσης, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση χρόνου, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση λεξικό γλώσσας εσθονικά, μέτρηση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μέσος στα εσθονικά - keskmine, keskmise, keskmiselt, keskmisest, keskmist
- μέτοχος στα εσθονικά - aktsionär, aktsionäri, aktsionärile, aktsionäril, osanik
- μέτριος στα εσθονικά - meedium, keskmine, läbitav, vastuvõetav, keskpärane, mõõdukas, mõõduka, ...
- μέτρο στα εσθονικά - mõõt, mõõtma, meeter, abinõu, mõõta, mõõtmiseks, mõõdetakse, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτρηση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mõõtmine, mõõtmise, mõõtmist, mõõtmiseks, mõõtmisel
Μεταφράσεις: mõõtmine, mõõtmise, mõõtmist, mõõtmiseks, mõõtmisel