Μέτρηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: μέτρηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mæling, mælingar, mælingu, mælikvarði, Mælingin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέτρηση
μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση πίεσης, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση χρόνου, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μέτρηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μέσος στα ισλανδικά - meðaltal, meðaltali, Meðaltal, Meðaleinkunn, hverfis, að meðaltali
- μέτοχος στα ισλανδικά - hluthafi, hluthafinn, hluthafa, eigandi
- μέτριος στα ισλανδικά - hóflegur, meðallagi, í meðallagi, miðlungs, miðlungi, hófleg
- μέτρο στα ισλανδικά - mæla, að mæla, meta, mælt
Τυχαίες λέξεις
Μέτρηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: mæling, mælingar, mælingu, mælikvarði, Mælingin
Μεταφράσεις: mæling, mælingar, mælingu, mælikvarði, Mælingin