Μέτρηση στα τούρκικα
Μετάφραση: μέτρηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölçüm, ölçümü, ölçme, ölçü, ölüm
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέτρηση
μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση πίεσης, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση χρόνου, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, μέτρηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μέσος στα τούρκικα - ortalama, ortalaması, Puan ortalaması
- μέτοχος στα τούρκικα - hissedar, hissedarı, ortak, ortağı, ortaklık
- μέτριος στα τούρκικα - azaltmak, hafifletmek, yatıştırmak, yumuşatmak, ılımlı, orta, orta derecede, ...
- μέτρο στα τούρκικα - ölçek, tedbir, standart, ölçmek, ölçü, ölçülmesi, ölçün, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτρηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ölçüm, ölçümü, ölçme, ölçü, ölüm
Μεταφράσεις: ölçüm, ölçümü, ölçme, ölçü, ölüm