Μέτρηση στα γαλλικά

Μετάφραση: μέτρηση, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grandeur, mesurage, mesure, taille, pointure, dimension, arpentage, mesures, la mesure, de mesure
Μέτρηση στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέτρηση

μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση πίεσης, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση χρόνου, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση λεξικό γλώσσας γαλλικά, μέτρηση στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • μέσος στα γαλλικά - faire, médiocre, niveler, moyenne, intermédiaire, moyen, en moyenne, ...
  • μέτοχος στα γαλλικά - actionnaire, porteur, partageant, actionnaires, associé, l'actionnaire
  • μέτριος στα γαλλικά - brider, medium, ordinaire, tempéré, adoucir, ressource, remède, ...
  • μέτρο στα γαλλικά - évaluer, mettre, cadence, jauger, mesure, norme, allure, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτρηση στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: grandeur, mesurage, mesure, taille, pointure, dimension, arpentage, mesures, la mesure, de mesure