Οξύτητα στα λιθουανικά

Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūgštingumas, rūgštingumą, rūgštingumo, rūgščių
Οξύτητα στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύτητα

οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οξύτητα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • οξύνω στα λιθουανικά - pagaląsti, paryškinti, paaštrinti, ryškesnė, galąsti
  • οξύς στα λιθουανικά - rūgštis, smailus, aštrus, stiprus, ūmus, ūminis, ūmaus
  • οπή στα λιθουανικά - anga, skylė, skylę, hole, duobučių
  • οπαδοί στα λιθουανικά - medžioklė, kitas, šis, pasekėjai, pasekėjų, sekėjai, stebėtojai, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: rūgštingumas, rūgštingumą, rūgštingumo, rūgščių