Οξύτητα στα λευκορωσικά

Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіслотнасць
Οξύτητα στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύτητα

οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οξύτητα στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • οξύνω στα λευκορωσικά - тачыць, вастрыць, каб вастрыць аб, вастрыць аб, капаць
  • οξύς στα λευκορωσικά - востры, вострае, вострая
  • οπή στα λευκορωσικά - адтуліну, адтуліна
  • οπαδοί στα λευκορωσικά - паслядоўнікі, пасьлядоўнікі, наступнікі, вызнаўцы
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кіслотнасць