Οξύτητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acidez, a acidez, de acidez, da acidez, acidez do
Οξύτητα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύτητα

οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οξύτητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • οξύνω στα πορτογαλικά - afiar, aguçar, sharpen, aprimorar, afinar
  • οξύς στα πορτογαλικά - acerbo, acre, cortante, ácido, agudo, penetrante, pontiagudo, ...
  • οπή στα πορτογαλικά - bocal, fresta, fenda, vão, abertura, buraco, orifício, ...
  • οπαδοί στα πορτογαλικά - seguidores, seguinte, os seguidores, adeptos, seguidores de, discípulos
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acidez, a acidez, de acidez, da acidez, acidez do