Οξύτητα στα σουηδικά
Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
surhet, aciditet, surhetsgrad, syrahalt, surheten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύτητα
οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας σουηδικά, οξύτητα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- οξύνω στα σουηδικά - vässa, skärpa, slipa, skarpare, skärper
- οξύς στα σουηδικά - syrlig, amper, stark, vass, syra, sur, akut, ...
- οπή στα σουηδικά - öppning, hål, hålet, håls, hålets
- οπαδοί στα σουηδικά - följande, följare, efterföljare, anhängare, följare Följ, följer
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: surhet, aciditet, surhetsgrad, syrahalt, surheten
Μεταφράσεις: surhet, aciditet, surhetsgrad, syrahalt, surheten