Οξύτητα στα κροατικά

Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
teškoće, kec, mrvica, oštrina, neravnost, as, hrapavost, oporost, kiselost, kiselosti, kiselina, aciditet
Οξύτητα στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύτητα

οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας κροατικά, οξύτητα στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • οξύνω στα κροατικά - pogoršati, razljutiti, izoštriti, izoštri, naoštriti, postizanje oštrijeg, povećanju oštrine
  • οξύς στα κροατικά - igličast, akupunktura, akutan, oštar, akutna, akutni, akutne
  • οπή στα κροατικά - luk, otvor, rupa, rupu, rupe, hole
  • οπαδοί στα κροατικά - sljedeći, praćenje, sljedeću, sljedeće, ovaj, sljedbenici, sljedbenika, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: teškoće, kec, mrvica, oštrina, neravnost, as, hrapavost, oporost, kiselost, kiselosti, kiselina, aciditet