Οξύτητα στα γερμανικά

Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herbheit, bitterkeit, rauheit, schärfe, schroffheit, Säuregehalt, Säure, Acidität
Οξύτητα στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύτητα

οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, οξύτητα στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • οξύνω στα γερμανικά - verschlimmern, säuern, verschlechtern, ansäuern, reizen, provozieren, irritieren, ...
  • οξύς στα γερμανικά - säure, scharf, sauer, intensiv, akut, spitz, akuten, ...
  • οπή στα γερμανικά - durchbruch, öffnung, loch, Loch, Bohrung
  • οπαδοί στα γερμανικά - nachstehend, folgend, nachkommend, verfolgung, nächste, nachfolgend, Anhänger, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: herbheit, bitterkeit, rauheit, schärfe, schroffheit, Säuregehalt, Säure, Acidität