Οξύτητα στα δανικά
Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
surhedsgrad, syreindhold, surhed, surhedsgraden, surhedsgrad på
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύτητα
οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας δανικά, οξύτητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- οξύνω στα δανικά - skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper
- οξύς στα δανικά - sur, syre, akut, akutte, spids, af akut
- οπή στα δανικά - hul, hullet, hullers, huller
- οπαδοί στα δανικά - tilhængere, følgere, efterfølgere, disciple
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: surhedsgrad, syreindhold, surhed, surhedsgraden, surhedsgrad på
Μεταφράσεις: surhedsgrad, syreindhold, surhed, surhedsgraden, surhedsgrad på