Οξύτητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bitsheid, zuurheid, zuurgraad, zuren, zuurgehalte, zuurtegraad
Οξύτητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύτητα

οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οξύτητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οξύνω στα ολλανδικά - prikkelen, scherpen, verscherpen, slijpen, te scherpen, aanscherpen
  • οξύς στα ολλανδικά - fel, doordringend, puntig, zuur, intens, schel, schril, ...
  • οπή στα ολλανδικά - gat, opening, mond, holes, hole, gaatje
  • οπαδοί στα ολλανδικά - aanstaand, achtervolging, vervolging, volgend, leden, volgelingen, aanhangers, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bitsheid, zuurheid, zuurgraad, zuren, zuurgehalte, zuurtegraad