Οξύτητα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: οξύτητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
киселинност, киселинността, киселини, на киселинността
Οξύτητα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύτητα

οξύτητα ξυδιού, οξύτητα κρασιού, οξύτητα ελαιολάδου μετρηση, οξύτητα του ελαιολάδου, οξύτητα λαδιού, οξύτητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οξύτητα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οξύνω στα βουλγαρικά - остря, изострят, се изострят, изостря, изостри
  • οξύς στα βουλγαρικά - киселина, остър, остра, остро, малък, острата
  • οπή στα βουλγαρικά - отверстие, дупка, отвор, дупки, отвора, дупката
  • οπαδοί στα βουλγαρικά - последователи, последователите, привърженици, съмишленици
Τυχαίες λέξεις
Οξύτητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: киселинност, киселинността, киселини, на киселинността