Ωριμάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
esedékes, érett, az érett, kiforrott, érettebb
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ωριμάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα ουγγρικά - barátságos, elkápráztató, káprázatos, bámulatos, igényes, jóképű, szép, ...
- ωριαίος στα ουγγρικά - óránkénti, óránként, és óránkénti, órás, órai
- ωριμότητα στα ουγγρικά - érettség, lejárat, lejáratig, lejárata, futamidő
- ωρύομαι στα ουγγρικά - sikoly, sikítani, sikoltozni, üvölteni, sikoltani
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: esedékes, érett, az érett, kiforrott, érettebb
Μεταφράσεις: esedékes, érett, az érett, kiforrott, érettebb