Ωριμάζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
brandus, subrendęs, brandi, brandaus, brandžios
Ωριμάζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ωριμάζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ωραίος στα λιθουανικά - gražus, malonus, puikus, nica, dailus, išvaizdus, handsome, ...
  • ωριαίος στα λιθουανικά - valandinis, valandą, kas valandą, valandinį, valandinio
  • ωριμότητα στα λιθουανικά - terminas, brandos, termino, branda, terminą
  • ωρύομαι στα λιθουανικά - rėkti, šaukti, klykti, surikti, spiegimas
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: brandus, subrendęs, brandi, brandaus, brandžios