Ωριμάζω στα ρουμανικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
matur, mature, matură, matura, maturi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ωριμάζω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα ρουμανικά - nisa, drăguţ, nostim, simpatic, frumos, chipeș, de frumos, ...
- ωριαίος στα ρουμανικά - oră, orar, pe oră, orară, orare
- ωριμότητα στα ρουμανικά - scadență, maturitate, scadența, maturitatea, scadenta
- ωρύομαι στα ρουμανικά - țipa, striga, țipe, urle, țipi
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: matur, mature, matură, matura, maturi
Μεταφράσεις: matur, mature, matură, matura, maturi