Ωριμάζω στα νορβηγικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
modne, moden, modent, eldre, voksen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ωριμάζω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα νορβηγικά - snill, pen, fin, hyggelig, kjekk, vakker, kjekke, ...
- ωριαίος στα νορβηγικά - time, hourly, hver time, timebasert, time for
- ωριμότητα στα νορβηγικά - modenhet, løpetid, forfall, forfalls
- ωρύομαι στα νορβηγικά - brøl, brake, brus, skrike, skriker, skrik, scream, ...
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: modne, moden, modent, eldre, voksen
Μεταφράσεις: modne, moden, modent, eldre, voksen