Ωριμάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kääritama, täiskasvanud, küpsema, valmima, küps, küpse, küpsed, väljakujunenud
Ωριμάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ωριμάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ωραίος στα εσθονικά - oivaline, sõbralik, kena, nägus, meeldiv, ilus, handsome
  • ωριαίος στα εσθονικά - igatunnine, iga tund, tunnine, tunni, tunnis, tunnitasu
  • ωριμότητα στα εσθονικά - küpsus, tähtajaga, lõpptähtaeg, küpsuse, tähtaeg on
  • ωρύομαι στα εσθονικά - möire, möirgama, naerukoht, kilkama, karjatus, kisendama, kiljatus
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kääritama, täiskasvanud, küpsema, valmima, küps, küpse, küpsed, väljakujunenud