Ωριμάζω στα δανικά

Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
moden, modne, modent, voksne, kønsmodne
Ωριμάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας δανικά, ωριμάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ωραίος στα δανικά - flink, hyggelig, behagelig, rar, god, smuk, smukke, ...
  • ωριαίος στα δανικά - hver time, time, timeløn, time-, timebasis
  • ωριμότητα στα δανικά - modenhed, løbetid, udløb, løbetiden, løbetid på
  • ωρύομαι στα δανικά - brus, skrige, scream, skriger, skrig, at skrige
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: moden, modne, modent, voksne, kønsmodne